Πειραικῆς

Πειραικῆς
Πειραϊκῆς , Πειραιεύς
from P.
fem gen sg (attic epic ionic)
Πειραικός
from P.
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πειραικῆς — πειραϊκῆς , πειραικός from P. fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραϊκός — (I) ή, ό / πειραϊκός, ή, όν, ΝΑ [Πειραιάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά (α. «Πειραϊκός Σύνδεσμος» β. «Σύλλας τὸ μεταξὺ τῆς Πειραϊκῆς πύλης καὶ τῆς ἱερᾱς κατασκάψας», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται από τον Πειραιά 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Pythagoras Papastamatiou — (Greek: Πυθαγόρας Παπασταματίου, 1930 November 15, 1979) which was known by the name Pythagoras was a Greek writer, scenariographer and a theatrical writer. Biography He was born in 1930 in Agrinio where he lived until when he was 18. His family… …   Wikipedia

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • καλλίνικος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τη Βασίλισσα, η οποία στους Συναξαριστές και στα Μηναία αναφέρεται ως Καλλινίκη. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Μαρτίου. 2. Καταγόταν από την Κιλικία. Μαρτύρησε στη Γάγγρα,… …   Dictionary of Greek

  • πέραμα — Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 470 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (κάτ.) στον οποίο ανήκουν 8 κοινότητες. 2. Ημιορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 230 μ.), στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Ευσέβιος — I (; – 309; μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (309;) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ελληνικής καταγωγής. Ο E., επειδή πολεμήθηκε από τον Ηράκλειο, ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο, εξορίστηκε από τον Μαξέντιο για να αποφύγει πιθανές ταραχές. Η μνήμη… …   Dictionary of Greek

  • Μουνιχία — Αρχαία ονομασία πειραϊκής χερσονήσου, όπου υψώνεται σήμερα ο λόφος του Προφήτη Ηλία. Οι αρχαίοι ονόμαζαν Μ. τον λόφο, το ψηλότερο δηλαδή σημείο της χερσονήσου, όπου υπήρχαν διάφορα ιερά και θέατρο. Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη. Ορισμένοι… …   Dictionary of Greek

  • Μούνιχος — Ήρωας, επώνυμος του λιμανιού της Μουνιχίας, ενός από τα στρατιωτικά λιμάνια του Πειραιά. Ήταν γιος του Παντακλή ή Πεντευκλή. Σύμφωνα με μια εκδοχή, όταν οι Θράκες τον έδιωξαν από τον Ορχομενό, πήγε με τους οπαδούς του Μινύες και εγκαταστάθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”